φυσίγγιο

φυσίγγιο
το, Ν
1. πυρομαχικά πολεμικού ή κυνηγετικού όπλου, που περιλαμβάνει, σε ενιαίο σύνολο, βλήμα και προωθητική γόμωση, εγκλεισμένα σε περίβλημα ή σε κάλυκα εφοδιασμένον με εμπύρευμα
2. (ηλεκτρολ.-τεχνολ.) ανταλλακτικό στοιχείο αποζεύκτη κυκλώματος με ευτηκτική ασφάλεια, αποτελούμενο από κυλινδρικό μονωτικό περίβλημα εφοδιασμένο στα άκρα του με μεταλλικές επαφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσίγγη < φῦσιγξ. Η λ., στον λόγιο τ. φυσίγγιον, μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • περίστροφο — Ατομικό επαναληπτικό πυροβόλο όπλο για βολή με το ένα χέρι. Η επαναληπτική βολή επιτυγχάνεται με την περιστροφή της φυσιγγιοθήκης, που έχει τη μορφή κυλίνδρου. Το όπλο αυτό χρησιμοποιείται εναντίον στόχων, που απέχουν λιγότερο από 50 μ. Ο… …   Dictionary of Greek

  • βλήμα — Κάθε αντικείμενο, το οποίο εκσφενδονίζεται με τη βοήθεια εξωτερικής δύναμης και το οποίο συνεχίζει την κίνησή του λόγω της αδράνειάς του ως σφαίρα, βόμβα, οβίδα ή βομβίδα. Ο όρος επεκτείνεται σήμερα και εφαρμόζεται στους πυραύλους και στα… …   Dictionary of Greek

  • καρτούτσο — το 1. κυλινδρική δέσμη από χαρτί που περιέχει ομοειδή και ισομεγέθη μεταλλικά κέρματα 2. (στα Επτάνησα) μέτρο χωρητικότητας υγρών που ισοδυναμεί με το ένα τέταρτο τού κανατιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cartuccia «φυσίγγιο» (< carta «χαρτί»)] …   Dictionary of Greek

  • κορηθρέμβολο — το εργαλείο με το οποίο ωθείται στη θέση της η γόμωση και η οβίδα ή το μεταλλικό φυσίγγιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρηθρο «καθαριστήρας πυροβόλων» + έμβολο. Απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. ecouvillon refouloir. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον… …   Dictionary of Greek

  • οπλίζω — (ΑΜ ὁπλίζω) (ενεργ. και μέσ.) 1. (ιδίως για στρατιώτες) εφοδιάζω κάποιον με όπλα, αρματώνω (α. «αυτός όπλισε τον δολοφόνο» β. «κατά περ Κόλχοι ὡπλισμένοι έστρατεύοντο», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. ενισχύω, τονώνω, δυναμώνω («η παιδεία οπλίζει τον άνθρωπο… …   Dictionary of Greek

  • πηνίο — Περιέλιξη νήματος ή σύρματος γύρω από μια κατάλληλη βάση συνήθως κυλινδρική. Το π. της υφαντουργίας συνίσταται από ένα συλλέκτη νήματος για ύφανση ή για ράψιμο. Στην ηλεκτροτεχνική το π. είναι ένα στοιχείο που αποτελείται από μια σπείρα αγώγιμου… …   Dictionary of Greek

  • ρουλέτα — η, Ν 1. είδος τυχερού παιχνιδιού στο οποίο εκείνος που κερδίζει καθορίζεται από το σταμάτημα μιας μπίλιας σε ένα από τα 37 ή 38 αριθμημένα φατνώματα ενός περιστρεφόμενου, σε κατακόρυφο άξονα, δίσκου, αλλ. ρολίνα 2. φρ. «ρωσική ρουλέτα» α) τολμηρό …   Dictionary of Greek

  • ταμπόν — το, Ν 1. βύσμα από χαρτί ή άλλο υλικό, τάπα 2. συσκευή από ξύλο ή μέταλλο εφοδιασμένη με απορροφητικό χαρτί για το στέγνωμα τού μελανιού νωπών χειρογράφων, το στουπωτήρι 3. ορθογώνιο αβαθές κουτί με χοντρό ύφασμα ποτισμένο με ειδική μελάνη που… …   Dictionary of Greek

  • φισέκι — και φυσέκι και φουσέκι, το, Ν 1. φυσίγγιο 2. (μτφ. με αισχρή σημ.) συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. fisek] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”